Η εποχή των πριμ έληξε, ο αγρότης πρέπει να γίνει επιχειρηματίας

Με πτυχίο γεωπονικής και δυο μεταπτυχιακά, ο Δημοσθένης Τριανταφυλλίδης δραστηριοποιείται με επιτυχία στην καλλιέργεια αρωματικών φυτών, εξάγοντας το σύνολο της παραγωγής του.Το 2005 ο κ. Τριανταφυλλίδης δημιούργησε μιαν επιχείρηση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών για την υποστήριξη βιοτεχνιών και βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μεταποίησης τροφίμων. Όμως, πάντα είχε το “μικρόβιο” της παραγωγής: “Ήθελα να δοκιμάσω κάτι, χωρίς μεγάλο κόστος…” εξηγεί



Έτσι, το 2008 αποφάσισε να αξιοποιήσει κάποιες ανεκμετάλλευτες εκτάσεις που είχε η οικογένειά του στη Κοκκινιά, στους πρόποδες της οροσειράς των Κρουσσίων, φυτεύοντας πειραματικά 300 ρίζες ρίγανης. Τον επόμενο χρόνο επεκτάθηκε -και σήμερα διαθέτει 5.000 ρίζες ρίγανη και άλλες 5.000 θυμάρι, όλα βιολογικής καλλιέργειας. Η ετήσια παραγωγή αρωματικών φυτών φτάνει περίπου στα 500 κιλά. Η συγκομιδή και η επεξεργασία του προϊόντος γίνονται με τα χέρια και όχι μηχανικά, κάτι που βοηθά να διατηρούνται καλύτερα τα αρώματα. Το προϊόν συσκευάζεται από τη μονάδα, σε καλαίσθητες συσκευασίες με ξενόγλωσση σήμανση, και η μεγαλύτερη ποσότητα παραγωγής τής εταιρείας “Κρουσσίων Όρος” εξάγεται στη Γαλλία, στη Γερμανία και στη Βρετανία.


“Η καλλιέργεια αρωματικών φυτών μπορεί να έχει οικονομική απόδοση, μόνο εάν συνοδεύεται και από μεταποίηση. Την προστιθέμενη αξία τη δίνει συνήθως η επεξεργασία και η συσκευασία. Εγώ, για παράδειγμα, έχω δημιουργήσει ένα προϊόν μάρκετινγκ: αν πάρεις απλώς το αρωματικό φυτό και το κάνεις σκόνη, θα πετύχεις μια τιμή χονδρικής πώλησης στα 3 ευρώ το κιλό…”.

Σε σχέση με παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως το σκληρό σιτάρι, απαιτείται μεγάλη επένδυση, αν σκεφτεί κανείς ότι ο σπόρος στα σιτηρά κοστίζει περί τα 150 ευρώ το στρέμμα, ενώ στα αρωματικά φυτά μπορεί να φτάσει τα 1.500 ευρώ για αντίστοιχη έκταση:
“Αυτήν τη στιγμή, το μοντέλο των αγροτών που σπέρνουν σκληρό σιτάρι ή βαμβάκι και περιμένουν να ζήσουν από αυτό έχει πεθάνει. Σήμερα, ο αγρότης πρέπει να γίνει και επιχειρηματίας. Αυτό δεν το έχουν κατανοήσει ακόμη οι αγρότες, που έχουν μάθει μια ζωή να ζουν με επιδοτήσεις… Προτιμούν να παίρνουν το πριμ από τα σκληρά σιτάρια. Εγώ μπορεί να φαντάζω ο τρελός του χωριού, αλλά πουλάω ρίγανη στο χωριό σε τιμές που δεν μπορούν να φανταστούν”.
Δημοσιεύτηκε στο ειδικό ένθετο “Φως από τη Γη” της “Μακεδονίας της Κυριακής”.